- προσαυξητικός
- η , ό[ν] прибавляющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαυξητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιφέρει προσαύξηση 2. αυτός που γίνεται για προσαύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαύξησις. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek